κρυσταλλόχροιος

κρυσταλλόχροιος
κρυσταλλόχροιος, -ον (Μ)
αυτός που έχει τη διαύγεια ή τη δροσιά τού κρυστάλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλον + -χροιος (< χροιά), πρβλ. ιδιό-χροιος, λευκό-χροιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”